Η σφαγή των Καλαβρύτων

Η «Επιχείρηση Καλάβρυτα» αποτελούσε μία τυπική γερμανική επιχείρηση εξιλασμού (Sühnemaßnahmen), σε περιοχές όπου είχε παρατηρηθεί πιο πριν δραστηριοποίηση αντάρτικων ομάδων, ενώ στρεφόταν και κατά του άμαχου πληθυσμού της περιοχής. Η επιχείρηση αυτή υπήρξε μια από τις πιο σκληρές επιχειρήσεις της Βέρμαχτ, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και στην Ευρώπη γενικότερα.

Η περιοχή των Καλαβρύτων και της Αιγιαλείας είχε αναπτύξει ισχυρή αντιστασιακή δράση ήδη από τις αρχές του 1943. Ο γερμανικός στρατός της Βερμάχτ άρχισε να ανησυχεί για το επαναστατικό κλίμα, το οποίο ενδυνάμωνε συνεχώς και θέλησε να το περιορίσει με την οργανωμένη αυτή εκκαθαριστική επιχείρηση που περιλάμβανε βομβαρδισμούς, πυρπολήσεις και εκτελέσεις.

Η διαταγή για την εφαρμογή της συγκεκριμένης επιχείρησης δόθηκε με αφορμή την καταστροφή του λόχου Σόμπερ (Hauptmann Hans Schober) από τις δυνάμεις του ΕΛΑΣ στην Μάχη της Κερπινής στις 17 Οκτωβρίου 1943, κατά την οποία πιάστηκαν αιχμάλωτοι 86 Γερμανοί στρατιώτες.

Τα γερμανικά στρατεύματα ξεκίνησαν από τρεις ελληνικές πόλεις, την Τρίπολη, το Αίγιο και την Πάτρα, με τελική κατεύθυνση τα Καλάβρυτα, καίγοντας, λεηλατώντας και καταστρέφοντας ολοκληρωτικά τα γειτονικά χωριά που συναντούσαν στο δρόμο τους, όπως τα χωριά Ρογοί, Κερπινή, Ζαχλωρού, Σούβαρδο, Βραχνί, Κάλανο, Βλασία, Μάνεσι Σαραδί, Μάζι, κ.ά., καθώς και την Ιερά
Μονή του Μεγάλου Σπηλαίου και Μονή Ομπλού, νότια της Πάτρας.

Στις 9 Δεκεμβρίου 1943, οι Γερμανοί μπήκαν στα Καλάβρυτα. Επιπλέον, ενώ πολλοί κάτοικοι των Καλαβρύτων, είχαν εγκαταλείψει το χωριό από το φόβο για τα αντίποινα, οι Γερμανοί κάλεσαν τους Καλαβρυτινούς να επιστρέψουν με τη διαβεβαίωση ότι δεν θα πειραχθεί κανείς. Μάλιστα, ο Γερμανός Διοικητής Ebersberger έδωσε το λόγο της στρατιωτικής του τιμής για να κατευνάσει τους ανήσυχους και φοβισμένους κατοίκους. Αφού προχώρησαν αρχικά στην πυρπόληση των σπιτιών που ανήκαν σε αντάρτες και στην αναζήτηση των Γερμανών τραυματιών της μάχης της Καρπινής, στις 12 Δεκεμβρίου ετοίμαζαν τα πράγματά τους για αναχώρηση.

Στις 13 Δεκεμβρίου, όμως, νωρίς το πρωί κατέφθασε στην κωμόπολη δύναμη γερμανικού στρατού, με επικεφαλείς ανώτατους αξιωματικούς. Οι καμπάνες της κεντρικής Εκκλησίας ήχησαν και οι Γερμανοί αξιωματικοί διέταξαν όλους τους κατοίκους να συγκεντρωθούν στο δημοτικό σχολείο της κωμόπολης, έχοντας μαζί τους μία κουβέρτα και τρόφιμα μιας ημέρας.

Εκεί έγινε ο διαχωρισμός και τα γυναικόπαιδα παρέμειναν στο σχολείο, ενώ όλος ο ανδρικός πληθυσμός ηλικίας άνω των 14 χρονών οδηγήθηκε σε φάλαγγες στην κοντινή Ράχη του Καππή (στο «χωράφι του Καπή»). Το χωράφι αυτό ήταν μια επικλινής τοποθεσία σε σχήμα αμφιθεάτρου από το οποίο κανείς δεν μπορούσε να γλιτώσει, ενώ παράλληλα είχε πλήρη θέα της πυρπόλησης και καταστροφής των περιουσιών και των σπιτιών του χωριού.

Λίγες ώρες αργότερα, ριπές πολυβόλων έριχναν στο έδαφος τα σώματα των άτυχων Καλαβρυτινών. Σύμφωνα με τα λεγόμενα του Γερμανού ιστορικού Χέρμαν Φρανκ Μάγερ, ο επικεφαλής της στρατηγός Καρλ φον Λε Σουίρ (Karl von Le Suire) είχε δώσει σαφείς εντολές να καταγράφουν με ακρίβεια όλα τα θύματα των τρομερών εκτελέσεων.

Συνολικά, λοιπόν, 499 άτομα εκτελέστηκαν εκείνη την ημέρα στα Καλάβρυτα, κατάφεραν να διασωθούν 12 άτομα, χωρίς οι Γερμανοί να έχουν επίγνωση, ενώ ο συνολικός αριθμός των θυμάτων έφτασε τα 677 άτομα στην ευρύτερη περιοχή των Καλαβρύτων και στα γειτονικά χωριά.

Τα γυναικόπαιδα, τέλος, των Καλαβρύτων παγιδεύτηκαν στο δημοτικό σχολείο, το οποίο ζωνόταν ολοκληρωτικά στις φλόγες. Σπάζοντας πόρτες και τα τζάμια των παραθύρων κατάφεραν να ξεφύγουν από τον ολέθριο θάνατο, ενώ υπάρχει η φήμη ότι ένας Αυστριακός στρατιώτης, στον οποίο είχε ανατεθεί η φύλαξή τους, άφησε την πόρτα της εισόδου ελεύθερη.

Από τους υπεύθυνους αξιωματικούς που διέταξαν τη σφαγή, μόνο ο Φέλμυ καταδικάστηκε στην Νυρεμβέργη, στην λεγόμενη δίκη των στρατηγών της ΝΑ Ευρώπης, και εξέτισε τρία χρόνια στην φυλακή για μια πράξη που δεν διέταξε και δεν γνώριζε, είχε όμως διατάξει γενικώς παρόμοια «μέτρα εξιλασμού». Ο Λε Σουίρ πέθανε αιχμάλωτος των Σοβιετικών το 1955 και κηδεύτηκε στην γενέτειρά του στην Βαυαρία με πλήρεις στρατιωτικές τιμές. Ο Εμπερσμπέργκερ πέθανε στο Ανατολικό Μέτωπο. Ο Ακαμπχούμπερ πέθανε στην Αυστρία το 1972 σε ηλικία 67 ετών. Ο Νταίνερτ πέθανε στην Αυστρία το 1979 σε ηλικία 64 ετών. Κανείς τους δεν λογοδότησε ενώπιον της Δικαιοσύνης.

Η προσωπική μαρτυρία του σμήναρχου Μίχου, αρχηγού του ΕΛΑΣ Β.Δ. Πελοποννήσου

Η σφαγή των Καλαβρύτων [13 Δεκεμβρίου 1943]

● Όταν τελειώσαμε την αποστολή μας ανεβήκαμε προς την περιοχή που βρίσκεται το Χάνι Παπαντώνη κοντά στη Δίβρη, ήτανε η 14η Δεκέμβρη 1943. Εκεί πληροφορηθήκαμε το τραγικό δράμα των Καλαβρύτων, ότι οι Ναζίδες έκαψαν τα Καλάβρυτα και εκτέλεσαν τον πληθυσμό οι καταχτητές, όπως μας είπαν. Στον γκρίζο χειμωνιάτικο ουρανό φαίνονταν μια κεραμοκόκκινη κηλίδα... Το ματωμένο μίσος, το ανθρώπινο χτήνος, καθρεφτιζόταν ως τα ύψη του γαλανόλευκου ελληνικού ουρανού, για να κρύψει την ντροπή των χτηνανθρώπων που ήρθαν στον τόπο μας ελευθερωτές!!! και εκείνων που βοήθησαν σ’ αυτή τη χτηνώδη πράξη. Όσο μπορούσαμε γρηγορότερα τραβήξαμε για την περιοχή της Ερυμάνθειας να πιάσουμε τις στενωσιές για να χτυπήσουμε αν το μπορούσαμε τους κακούργους που θα γύριζαν στην Πάτρα, περήφανοι για τις βδελυρές πράξεις τους. Με τα μηχανοκίνητα μεταφορικά μέσα κινείται γρηγορότερα ένα στράτευμα, από ένα άλλο που κάνει πεζοπορία. Τμήματα του 12ου όμως που ήσαν κοντύτερα, έκαναν ό,τι μπόρεσαν και τους προξένησαν κάμποσες ζημιές.
● Στην περιοχή από τα Δεμέστιχα έφυγα από το Στρατηγείο μονάχος μου με τον ακόλουθό μου, πήγα στα Καλάβρυτα. Ήθελα να ειδώ το μέγεθος της συμφοράς, να βοηθήσω σε ό,τι μπορούσα τον πονεμένο κόσμο, τους ανθρώπους μου. Μια ανηψιά μου μόλις με είδε, άρχισε ένα σκούξιμο και ένα παρατεταμένο μοιρολόι, αντί της χαρούμενης υποδοχής που μούκανε πρωτύτερα σαν πέρναγα από κει. Ήταν τόσο συγκινημένη που δεν μπορούσε να αρθρώσει λέξη. Μέσα στους τόσους αδικοσκοτωμένους ήταν ο άντρας της, ένας άλλος ανηψογαμβρός μου, τα δυο του παιδιά, το ένα δώδεκα χρόνων και το άλλο καμιά δεκαριά, από τους στενούς μου συγγενείς.

Στον «Κρανίου Τόπο» [15.12.1943]

● Άφησα το άλογο και τράβηξα μονάχος ως τον τόπο της εκτέλεσης. Επήγα και κάθησα σε μια πέτρα και άφησα λεύτερο τον λογισμό μου να φτερουγάει. Πέρναγαν από μπροστά μου μυριάδες-μυριάδες γνώριμοι άνθρωποι, φίλοι μου παλιοί, προσφιλείς φυσιογνωμίες, μικροί και μεγάλοι, όλοι δικοί μου άνθρωποι αγαπημένοι.
● Έψαχνα να βρω τις αιτίες και τις αφορμές του πολέμου και τι μπορούσε να γίνει για να μην αλληλοσκοτωνόμαστε. Και ήμουν τόσο λυπημένος... Κάτι περίμενα να ακούσω από το στόμα των νεκρών, να μου ειπούν το παράπονό τους, να ακούσω το χτύπο της καρδιάς τους και την στερνή τους θέληση. Να μου ειπούνε για την λευτεριά μας που τόσο άργησε νάρθει, και για τους φταίχτες της άδικης σφαγής τους. Ακόμα υπήρχαν αίματα νωπά. Ένας σκύλος που έγλυφε από κάποια πέτρα αίματα, μυαλά, δεν το είχα ειδεί και ήταν πολλά στο μεγάλο μακελειό. Όταν άρχισε να ουρλιάζει σε λίγο, γύρισα πάλι στον εαυτό μου, ξανάβρισκα πως ήμουνα ζωντανός, εκεί στον Κρανίου Τόπο. Κάτω από το χωράφι που έγινε η εκτέλεση ως το νεκροταφείο που είναι χαμηλότερα τράβαγαν οι φρέσκιες καινούργιες στράτες που είχαν γίνει από τα κουφάρια των σκοτωμένων, κατά την μεταφορά τους.
● Δεν θυμόμουνα πόση ώρα ήμουνα σ’ αυτή την έκσταση, όταν είδα κάμποσα παιδάκια κάτω από δώδεκα χρόνων να στέκονται κοντά μου, που περίμεναν να τους μιλήσω όπως έκανα άλλοτε. Είμαστε παλιοί φίλοι με τους πιτσιρίκους. Όταν τους μίλησα και ήρθαν κοντά μου άρχισαν να μου λένε ο καθένας τα δικά του, για τους δικούς του, πώς τους έπιασαν, τι τους είπαν, αυτοί που πήγαν στο σχολείο, πώς γλύτωσαν από τη φωτιά που τους έβαλαν και πολλά άλλα. Μίλαγε ο καθένας, όπως τα είδε και τάζησε. Ο τρόμος ήταν ζωγραφισμένος ακόμη στα πρόσωπά τους. Από πολλά σπίτια ανέβαινε ακόμη καπνός προς τα ύψη της μεγάλης χαράδρας, που ήταν άλλοτε μια ζωντανή πολιτειούλα... Ήταν από τα υπολείμματα, από το βιος διαφόρων νοικοκυραίων. Μια τρανή θυσία στο σατανικό και βδελυρό θεό του πολέμου, που γίνονταν ευπρόσδεκτη γιατί ανέβαινε ολόισα στο μαβί ουρανό μιας έρημης πόλης.
● Πολλά λέχτηκαν και γράφτηκαν για τις αιτίες, τους λόγους αυτής της ανθρωποσφαγής. Πόσες απ’ αυτές μπορούμε να αραδιάσουμε σαν τις πιθανότερες, αφού είδαμε ποιος διέταξε να μείνουν. Υπεύθυνος που έδωσε την διαταγή είναι ένας λοχίας των S.S. που ονομαζόταν Ταίνερ και ανήκε στην φρουρά του Αιγίου. Τμήμα που έκαμε αυτές τις εκτελέσεις και τους εμπρησμούς της πόλης και κάμποσων χωριών, ήταν το Τάγμα της Αιγιαλείας.

Αίτια και αφορμές της μεγάλης σφαγής

● Σαν αφορμή στάθηκε η εκμηδένιση ενός λόχου (Γερμανών) ορειβατών που έγινε στην περιοχή Ρωγών-  Κερπινής στις 16-17 Οκτωβρίου (1943) από το αντίπαλο Τάγμα των Καλαβρύτων με Καλαβρυτινούς.
● Η σοσιαλιστικοποίηση της Πολιτειούλας σαν πρώτης ελευθερωμένης πόλης για τον Μωρηά.
● Η Ιστορία της, παλιά και τωρινή.
● Ο σκοπός των εκκαθαριστικών που έγιναν με την αίτηση και την υπόδειξη αυτού του Τάγματος Αιγιαλείας. Κι αυτό έγινε για την απελευθέρωση των αιχμαλώτων τους, που απέτυχε, γιατί είχαν εκτελεστεί κατά βάρβαρο τρόπο σε κάποια χαράδρα του Χελμού εκείνες τις ημέρες. Η ασφάλεια των αιχμαλώτων αυτών, που ανέρχονται γύρω στους εκατό, ανατέθηκε από τον διοικητή του 6ου Συντάγματος στον λοχαγό X. Στασινόπουλο. Δεν είχε απειληθεί από τα εχθρικά τμήματα για να σπεύσει να απαλλαγεί από την παρουσία τους. Ούτε πήρε όπως μάθαμε από πουθενά διαταγή (υπάρχει γραπτή διαταγή της ΙΙΙης Μεραρχίας με ημερομηνία 04.12.1943 που διατάσσει την εκτέλεση των Γερμανών αιχμαλώτων με υπογραφή Αχιλλέας-Αλέξανδρος-Μίχου) να εκτελέσει αιχμαλώτους ο παραπάνω λοχαγός (Χρήστος Στασινόπουλος), είχε χάσει την ψυχραιμία του.
● Ακόμη μερικοί κακοί Έλληνες έτρεξαν να οδηγήσουν τους Γερμανούς στον τόπο εκτέλεσης των αιχμαλώτων (δυο διασωθέντες Γερμανοί από την εκτέλεση του Μαγείρου ενώθηκαν με την εκκαθαριστική ομάδα ΚΟΡΚΕΤ το πρωί και το μεσημέρι στις 08.12.1943 στο Βράχο Βρωσθαίνης Μαζαίικων και ενημέρωσαν τους Γερμανούς για την εκτέλεση των συναδέλφων τους), ενώ αν δεν ανεφαίνετο ίχνος από αυτούς, θα γύριζαν στις βάσεις τους (οι Γερμανοί) δίχως να κάμουν αντίποινα.
● Επίσης ολέθριο ρόλο έπαιξαν και οι χιλιάδες οδηγοί των Γερμανικών Τμημάτων στην εκστρατεία τους αυτή.
● Αυτό και άλλα οδήγησαν στην καταστροφή. Και η ευπιστία στην Γερμανική ευψυχία δεν ωφέλησε. Γιατί ενώ πολλοί είχαν πάει στα χωριά, ξαναγύρισαν στην πόλη ύστερα από δυο-τρεις ημέρες γιατί πίστεψαν στα λόγια των Ελλήνων που ήξεραν την γερμανική σκέψη στις ομιλίες τους.

● Κατέβηκα με τους μικρούς φίλους, πέρασα από τα έρημα αυτά δρομάκια με τα χαλάσματα. Είδα τις μαυροφορεμένες μανάδες που συμμαζεύανε ό,τι απέμεινε από το ρημαγμένο σπιτικό, για να στεγάσουν την ορφάνια των παιδιών τους.