Λοχίας Φριτς Σούμπερτ

Με προφίλ αινιγματικό, πότε υπό τις εντολές της Γερμανικής Κατοχικής Διοίκησης και πότε με σχεδόν αυτοτελή δράση, αναδεικνύει την πιο σκοτεινή όψη του δωσιλογισμού την περίοδο της Κατοχής στη χώρα μας.
Και η περίπτωση της δράσης του Σούμπερτ εντάσσεται σε αυτό το πλαίσιο. Μέχρι και σήμερα μάλιστα σε μερικές περιοχές ο χαρακτηρισμός «σουμπερίτης» είναι συνώνυμος με την προδοσία και τη βαναυσότητα στη λαϊκή κουλτούρα.
Οι έντονες φημολογίες περί ελληνικής καταγωγής του - κάτι που δεν ισχύει - ενίσχυσαν τον μύθο του.
Ο ιστορικός Χάγκεν Φλάισερ την εποχή που εκπονούσε το διδακτορικό του, στις αρχές του 1970, ήλθε αντιμέτωπος με τον θρύλο του «ανθρωπόμορφου τέρατος». Ο περιπετειώδης βίος του Φριτς Σούμπερτ ξεκινάει στο Ντόρτμουντ, στις 21 Φεβρουαρίου του 1897, όπου γεννήθηκε από γονείς εργάτες. Βρέθηκε από νωρίς κατά τη διάρκεια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου να πολεμάει για τη Γερμανία, ενώ μετά το τέλος των μαχών βρέθηκε στη Σμύρνη ως μέλος γερμανικών αποστολών ειδικευμένου προσωπικού που αναδιοργάνωσε και ηγήθηκε οθωμανικών στρατιωτικών τμημάτων στην απόκρουση επιθέσεων της Αντάντ. Την 1η Ιανουαρίου 1934 ο Σούμπερτ έγινε μέλος του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος, με αριθμό μητρώου 3397778.
Μιλούσε καλά ελληνικά, τουρκικά, ιταλικά και αραβικά, ενώ το 1941 και όντας ήδη υπαξιωματικός
μετατέθηκε στα Χανιά, στην Περιφερειακή Διοίκηση Ρεθύμνου, με την ιδιότητα του διερμηνέα. Στο φόντο των αποφάσεων εκ μέρους του Χίτλερ για αντίποινα στη μεγαλόνησο μετά τη Μάχη της Κρήτης (20-30 Μαΐου 1941) έδρασε ο Σούμπερτ. Μια σκοτεινή φυσιογνωμία που έσπειρε τον φόβο. Ακόμη και η μεταπολεμική του καταδίκη οδήγησε σε μια διαμάχη την Κρήτη και τη Μακεδονία, αφού έριζαν μετά το τέλος του πολέμου για τη διοργάνωση του τελετουργικού εκτέλεσης της ποινής!

Το πρώτο αίμα. Η αιματηρή του διαδρομή στην Κρήτη ξεκινάει απ' το χωριό Όρος του Ρεθύμνου. Οι ντόπιοι προσέφεραν μεγάλη βοήθεια και υπηρεσίες στους Άγγλους στρατιώτες μέχρι να φυγαδευτούν στη Μέση Ανατολή. Κι αυτό ήταν αρκετό για τον Σούμπερτ. Στις 28 Αυγούστου του '41 τέσσερις Γερμανοί - κι ένας Κρητικός γερμανοντυμένος - ζήτησαν να δουν τον πρόεδρο της Κοινότητας του Όρους, Παντελή Παπαδάκη.

Εκείνος, νομίζοντας πως τον ζητούσαν για υπηρεσιακούς λόγους, κίνησε να τους δει και αμέσως τον τραυμάτισαν βαριά. «Μην πάτε στο σπίτι γιατί αυτοί μπορεί να ξανάρθουν», ήταν τα τελευταία λόγια του πριν πεθάνει ενώ της φονικής ομάδας επικεφαλής ήταν ο Σούμπερτ.
Το φθινόπωρο του 1941 μετατέθηκε απ' το Ρέθυμνο στο Ηράκλειο με την τριπλή ιδιότητα του στρατιωτικού - διερμηνέα - κατασκόπου για λογαριασμό πάντα της γερμανικής υπηρεσίας κατασκοπείας και αντικατασκοπίας Abwehr III.
Στην συνέχεια η δράση του Σούμπερτ τοποθετείται στον Κρουσώνα Ηρακλείου όπου και η διαιρετική τομή δοσίλογων - αντιστασιακών είναι έντονη και διακριτή. Απ' τη μία και λόγω της μεγάλης παράδοσης του χωριού σε οπλοκατοχή, στοιχίζονται οι ντόπιοι με τους αντάρτες της ομάδας του Σατανά (Αντώνη Γρηγοράκη) και απ' την άλλη με τους συνεργάτες των Γερμανών.
Το χωριό τροφοδοτεί το τάγμα του Σούμπερτ και διεξάγουν επιδρομές και δολοφονίες. Τον Ιούλιο του '43 στα Μεσκλά Κυδωνίας ο Σούμπερτ κάνει μια επιδρομή με γερμανοντυμένους Κρουσανιώτες και βασανίζει Μεσκλιανούς. Αμέσως μετά η δράση του πυκνώνει και ως εντολοδόχος του ταγματάρχη Χάρτμαν αλλά και αυτοτελώς με στόχο την κατάσχεση όπλων, την απόσπαση πληροφοριών για τους αντάρτες και τον νεοσύστατο τότε ΕΛΑΣ, την τρομοκράτηση των χωριών που υποστήριζαν τους αντιστασιακούς. Είναι χαρακτηριστικό το συμβάν όπου οι Σουμπερτίτες μαζί με λόχο γερμανών εξέδραμαν κατά της τοποθεσίας Βρωμόνερο, λημέρι της ομάδας του Σατανά στις υπώρειες του Ψηλορείτη, οι αντάρτες διέφυγαν ενώ οι Σουμπερτίτες συνέλαβαν πέντε άτομα που συγγένευαν ή συνεργάζονταν με την Αντίσταση.
Η περίπτωση του βοσκού Ι. Ξυλούρη ή Ξυλουρογιάννη κόβει την ανάσα: τον έδεσαν με τρίχινο σχοινί από τον λαιμό σε ένα γάιδαρο και ενώ τον τραβούσαν του έβγαλαν τα μάτια!
Άλλους τους μετέφεραν στην Αυγενική, την έδρα του Σούμπερτ, και ύστερα από άγρια βασανιστήρια τους εκτέλεσαν σε λάκκο που έσκαψαν οι ίδιοι οι μελλοθάνατοι!
Οι φρικαλεότητες της ομάδας του Σούμπερτ συνεχίστηκαν σε πολλά χωριά με κακοποιήσεις και εμπρησμούς σπιτιών και με δεκάδες θύματα και βασανισμούς όπως στο Μετόχι Βορού Μονοφατσίου. Κατόπιν και έπειτα από διαταγή του ανώτερου διοικητή του Φρουρίου της Κρήτης στρατηγού Μπρούνο Μπρόιερ και όσο η Αντίσταση φούντωνε, ο Σούμπερτ συγκρότησε Σώμα Κυνηγών (στελεχώθηκε από γερμανόφιλους ντόπιους και δωσίλογους αλλά και βαρυποινίτες από φυλακές της Κρήτης).

ΣΤΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ. Στις 11 Ιανουαρίου εγκατέλειψε την Κρήτη και στα μέσα Φεβρουαρίου αναχώρησε για Θεσσαλονίκη μαζί με 40 Κρητικούς και τέθηκε υπό τις διαταγές της Στρατιωτικής Διοίκησης Θεσσαλονίκης - Αιγαίου. Γρήγορα ξεδίπλωσε την αιματηρή του δράση και στο μακεδονικό έδαφος. Μάλιστα δρούσε παρουσία ιερέων για να τονίσει πως υπερασπίζεται τη θρησκεία. Ο σαδισμός του ήταν παροιμιώδης και έφτασε ο γερμανός στρατιωτικός διοικητής της πόλης Μαξ Πέσκο να τον απομακρύνει κατόπιν αιτήματος του δημάρχου Θωμά Μαγκριώτη. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός πως στα Πετράλωνα Χαλκιδικής, συγκέντρωσε κόσμο σε πλατεία, κακοποίησε κάποιους, στρατολόγησε νεοσύλλεκτους. Και ακούστε τώρα το τελετουργικό: Οι νεοσύλλεκτοι μεταφέρθηκαν στην Νέα Καλλικράτεια και το απόγευμα της ίδιας μέρας φόρεσαν ιταλικές στολές αφού πρώτα υποχρεώθηκαν να πλυθούν στη θάλασσα.

Το βράδυ σε μια νεκροκεφαλή ζωγραφισμένη επάνω σε κράνος, που ο Σούμπερτ φύλαγε στην περιβόητη βαλίτσα του, έδωσαν τον όρκο του ταγματασφαλίτη που κατέληγε με τη φράση «ελευθερία ή θάνατος».
Ο επιλοχίας Σούμπερτ και το Σώμα Καταδίωξης Συμμοριών (Εθνικό Απόσπασμα Καταδιώξεως Κομμουνιστών ή ΕΑΚΚ) εμπλέκεται και στο Ολοκαύτωμα του Χορτιάτη, 20 χλμ. βορειοανατολικά από τη Θεσσαλονίκη.